μητροκτόνου

μητροκτόνου
μητροκτόνος
killing one's mother
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

  • μητροκτονία — η (Α μητροκτονία) [μητροκτόνος] η πράξη τού μητροκτόνου, ο φόνος τής μητέρας από το ίδιο το παιδί της («τὴν Ὀρέστου μητροκτονίαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • τέχνασμα — το, ΝΜΑ [τεχνάζω / ομαι] 1. ευφυές επινόημα για επιτυχία σκοπού 2. δόλος, πανουργία, κόλπο (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῡ μητροκτόνου τεχνάσματ ἐστὶ ταῡτα καὶ πολὺς γέλως», Ευρ.) αρχ. καθετί κατασκευασμένο με τέχνη, έργο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”